- διάρρευση
- [-ις (-εως)] η см. διαρροή 1, 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρρεύσῃ — διαρρέω flow through pres part act fem dat sg (epic ionic) διαρρέω flow through aor subj mid 2nd sg διαρρέω flow through aor subj act 3rd sg διαρρέω flow through fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)